10/01/2011

ένα μικρό κομμάτι....!

Νομίζω πως μετά απο λίγες μέρες που το συρτάρι επιτέλους άνοιξε, είμαι κάπως "έτοιμη" να βγάλω το πρώτο κομμάτι χαρτί στην επιφάνεια. Το παρακάτω, λοιπόν είναι ένα κομμάτι απο μια μελλοντικά μεγαλύτερη ιστορία... χωρίς τίτλο, χωρίς ξεκάθαρη ''γραμμή''. Enjoy, που λέμε και στο χωριό...!

~ ~ ~ ~ ~ ~


Στο διαμέρισμα του δεύτερου ορόφου τώρα είναι ήσυχα. Δεν ακούγεται μουσική από πουθενά. Η τηλεόραση είναι κλειστή. Η Ελένη κάθεται στη δεξιά γωνιά του καναπέ, με τα πόδια της μαζεμένα. Εκεί κοιμάται κουλουριασμένο και το σκυλάκι της, ένα αδέσποτο που είχε μαζέψει, ετοιμοθάνατο, πριν μερικά χρόνια.  Με το βλέμμα της έξω από το παράθυρο, η Ελένη καπνίζει με αργούς ρυθμούς ένα πολύ λεπτό, στριφτό τσιγάρο. Έτσι της αρέσει πάντα, πολύ λεπτό και να το καπνίζει όσο πιο αργά γίνεται. Τα φώτα είναι όλα αναμμένα. Το φοβάται το σκοτάδι από μικρή και ποτέ δεν κατάφερε να τον ξεχάσει αυτό τον φόβο. 

Σβήνει το τσιγάρο της και σηκώνεται γρήγορα. Ανοίγει το ψυγείο από αμηχανία. Το ξανακλείνει. Σηκώνει το τηλέφωνο και κατεβάζει το ακουστικό αμέσως. Μπα, ας μην ενοχλήσει τέτοια ώρα. Κοιτάζει το σκύλο της. Κι ύστερα το ρολόι. Σέρνει τα πόδια της μέχρι το υπνοδωμάτιο και χωρίς να αλλάξει καν ρούχα, πέφτει στο κρεβάτι. Ανάβει το φως στο κομοδίνο. Σκέφτεται, θα μείνει έτσι, ξαπλωμένη, μήπως κοιμηθεί.  Δεν ησυχάζει. Στο μυαλό της στριφογυρίζουν κουβέντες και κινήσεις βιαστικές. Κι όμως, δεν είναι θυμωμένη, με κανέναν. Στο κομοδίνο παρατημένα βιβλία, θα ‘ναι τέσσερα-πέντε. Τα άρχιζε πάντα με όρεξη, για να τα αφήσει στη μέση λίγο αργότερα, από βαρεμάρα. «Μα πώς μπορείς και το κάνεις αυτό;» την είχε ρωτήσει ο Λουκάς. Την είχε «τσακώσει» να αφήνει στη μέση ένα από τα βιβλία αυτά, του κομοδίνου. «Δε θες να διαβάσεις όλη την ιστορία;» της είχε πει τότε ο Λουκάς. Αυτός, ένας σωστός βιβλιοφάγος. Αθεράπευτα μανιακός αναγνώστης οποιουδήποτε είδους βιβλίου. 

Όταν η Ελένη πήγε πρώτη φορά στο σπίτι του Λουκά, το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν μια παραφορτωμένη βιβλιοθήκη. Στη φοιτητική του γκαρσονιέρα, το μόνο που μπορεί και να φάνταζε παράταιρο ήταν αυτή η βιβλιοθήκη. Κανείς δε θα περίμενε πως ο Λουκάς διάβαζε τόσο πολύ. Έδινε πάντα την εντύπωση του άντρα που περνάει τα κυριακάτικα απογεύματα μπροστά στην τηλεόραση, βλέποντας ποδόσφαιρο. Ήταν όμως μια πολύ παραπλανητική εντύπωση. 

Ο Λουκάς δεν είχε πει ως τότε στην Ελένη ότι περνούσε ατελείωτες ώρες στα βιβλιοπωλεία, αντί να πηγαίνει για καφέ. Ούτε πως βασανίστηκε επί μήνες «κόβοντας» από τις δαπάνες του για τσιγάρα, προκειμένου να ολοκληρώσει μια συλλογή βιβλίων ποίησης που είχε ξεκινήσει από το πρώτο έτος. Όταν η Ελένη βρέθηκε για πρώτη φορά στο σπίτι του, και αντίκρισε τη βιβλιοθήκη, ο Λουκάς της είπε: «Ε, να… Δεν είναι και όλα δικά μου». Σα να ήταν και ντροπή που είχε τόσα βιβλία. Η Ελένη κατάλαβε και χαμογέλασε. Κοίταξε το Λουκά, να κάθεται στο κάσωμα της πόρτας με τα χέρια σταυρωμένα. Δεν είχε βγάλει ακόμα το μαύρο δερμάτινο μπουφάν του. Τον παρατήρησε για λίγο, έτσι που φαινόταν να ντρέπεται, ντυμένος τη σκληράδα του αξύριστου μηχανόβιου. Η Ελένη άπλωσε το χέρι και άνοιξε ένα βιβλίο στην πρώτη σελίδα. «Λ.Π. 2004». «Αυτό πάντως δικό σου είναι», είπε, κοιτάζοντας το Λουκά με νόημα. Τον πλησίασε και τον αγκάλιασε.  «Πες μου μια ιστορία» είπε η Ελένη ψιθυριστά. 

Όταν ο Λουκάς τελείωσε με τη σχολή, έφυγε για το στρατό, με την υπόσχεση όταν γυρίσει να μείνουν μαζί με την Ελένη. Έτσι όλα του τα πράγματα μετακόμισαν στο πιο άνετο διαμέρισμα του δεύτερου ορόφου. Εκεί η βιβλιοθήκη μπήκε σε ένα δικό της δωμάτιο, παρέα με μια άλλη, άδεια, της Ελένης. «Να παίρνεις όποια βιβλία θες, όποτε θες» , είχε πει ο Λουκάς, «Είναι η καλύτερη παρέα. Μέχρι να γεμίσει η δική σου βιβλιοθήκη». Ο Λουκάς έφυγε και η Ελένη έμεινε μόνη της στην παλιά πολυκατοικία να περιμένει. Τα βιβλία έπιαναν σκόνη και η άδεια βιβλιοθήκη δε γέμιζε. Μόνο σημάδια από καφέ κι από ποτά απόκτησε με τον καιρό. Πού και πού, η Ελένη έπαιρνε κάποιο βιβλίο και το ξεκινούσε για να «έχει κάτι να διαβάζει πριν πάει για ύπνο». Αυτό όμως ποτέ δεν έπιασε. Απλώς τα βιβλία μαζεύτηκαν στο κομοδίνο, το ένα πάνω στο άλλο. Η Ελένη πάντως έκανε φιλότιμες προσπάθειες. Είχε σκεφτεί πως χρειαζόταν κίνητρο για να διαβάζει. Κι έτσι, αντί για κάποιο σελιδοδείκτη, έβαζε στα βιβλία ασπρόμαυρες φωτογραφίες για να βρίσκει τη σελίδα. Κι αυτό επειδή στις φωτογραφίες της η Ελένη είχε μια περίεργη αδυναμία. Πίστευε πως οι πιο όμορφες αναμνήσεις της βρίσκονταν κλεισμένες εκεί, σε ασπρόμαυρες εκτυπώσεις. 

Έτσι που είναι τώρα ξαπλωμένη στην άκρη του κρεβατιού, χαμένη στις σκέψεις της, βλέπει να εξέχει από ένα βιβλίο μια τσακισμένη φωτογραφία. Απλώνει το χέρι της και την τραβάει, αδιαφορώντας πια αν θα χάσει τη σελίδα της. Να ‘τοι, ο Λουκάς κι αυτή. Δυο σκιές κόντρα στο φως, μια φωτογραφία που είχε τραβήξει ένας φίλος τους πριν μερικά χρόνια.  Τη θυμάται καλά η Ελένη αυτή τη φωτογραφία. Αδιαφορώντας για τις οδηγίες του φωτογράφου, ο Λουκάς είχε γυρίσει προς το μέρος της και της είχε ψιθυρίσει στο αυτί. «Έλα να σου πω μια ιστορία…». Και τότε ακούστηκε το διάφραγμα της μηχανής να κλείνει.

2 comments:

  1. Αυτό που είπες με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες για σελιδοδείκτες, ήταν πολύ καλό. Δες και αυτό το site: http://bookmark.geyrhalter.com/
    Έχει φωτογραφίες με οτιδήποτε μπορείς κάποιος να χρησιμοποιήσει για να σημειώνει τη σελίδα.

    ReplyDelete
  2. Ευχαριστώ, Γιάννη! και το site πολύ καλό! ομολογώ πως πολλά από αυτά τα έχω χρησιμοποιήσει κι εγω...

    ReplyDelete